- σχοινίκλος
- ὁ, Αβλ. σχοινίλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σχοινίλος — ή σχοινίκλος, ὁ, Α το πτηνό σουσουράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα ίλος (πρβλ. πεπρ ίλος)] … Dictionary of Greek
σχοινίων — ωνος, ὁ, Α 1. είδος πτηνοῡ, πιθ. η σουσουράδα, σχοινίκλος* 2. είδος νωχελικού μουσικού ρυθμού που παιζόταν με τη συνοδεία αυλού και τού οποίου επινοητής θεωρείται ο Αργείος ποιητής Σακάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα ίων (πρβλ. χλωρ ίων)] … Dictionary of Greek